- κοτζαμάνης
- ο(λ. τουρκ.), πολύ μεγάλος, γιγαντιαίος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοτζαμάνης — και γκοτζαμάνης, ο γιγαντιαίος, τεράστιος, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kocaman «πολύ μεγάλος, πελώριος»] … Dictionary of Greek
κοτζάμ — και κοτζάμου άκλιτο επιθετικό πρόθημα που προσδιορίζει ουσιαστικά, στα οποία δίνει την έννοια τού μεγάλου, τού ογκώδους («κοτζάμ άντρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koca m, συντετμ. τ. τού kocaman «πολύ μεγάλος, πελώριος» (> κοτζαμάνης*)] … Dictionary of Greek